-
1 κλοπεύς
κλοπεύς, ὁ, = κλώψ, der Dieb, der Etwas heimlich, listig an sich bringt; κλοπεὺς ὅπως γενήσει τῶν ἀνικήτων ὅπλων Soph. Phil. 77; übh. der Etwas heimlich thut, φιλεῖ ὁ ϑυμὸς ῇρῆσϑαι κλοπεὺς τῶν μηδὲν όρϑῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων, als heimlicher Uebelthäter ertappt werden, Soph. Ant. 489.
См. также в других словарях:
κλοπεύς — κλοπεύς, ὁ (AM) κλέφτης («κλοπεὺς ὅπως γενήσει τῶν ἀνικήτων ὅπλων», Σοφ.) αρχ. αυτός που ενεργεί κρυφά ή δόλια («φιλεῖ δ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὶς τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπός ή < κλοπή] … Dictionary of Greek